- Σπαρτιάτις
- -άτιδος, ἡ, ΜΑβλ. Σπαρτιάτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπαρτιᾶτις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαρτιᾶτιν — σπαρτιᾶτις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
Σπαρτιάτης — ο, ΝΜΑ, θηλ. Σπαρτιάτισσα, Ν, και Σπαρτιάτις, ιδος, ΜΑ, και ιων. τ. Σπαρτιήτης Α 1. ο κάτοικος τής Σπάρτης, αυτός που κατάγεται από τη Σπάρτη 2. (στην αρχαιότητα) ο πολίτης τής Λακεδαίμονος που είχε πλήρη πολιτικά δικαιώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σπάρτη … Dictionary of Greek
σπαρτιατίδων — σπαρτιᾱτίδων , σπαρτιᾶτις fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαρτιάτιδα — σπαρτιά̱τιδα , σπαρτιᾶτις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαρτιάτιδες — σπαρτιά̱τιδες , σπαρτιᾶτις fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαρτιάτιδι — σπαρτιά̱τιδι , σπαρτιᾶτις fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαρτιάτιδος — σπαρτιά̱τιδος , σπαρτιᾶτις fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)